- τιρολέζικος
- -η, -ο, Ν [Τιρολέζος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Τιρόλο ή στους Τιρολέζους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιρολικός — ή, ό, Ν [Τιρόλο] τιρολέζικος … Dictionary of Greek
τυρολέζικος — η, ο, Ν [τυρολέζος] παλαιότερη γραφή τού τιρολέζικος … Dictionary of Greek
τυρολικός — ή, ό, Ν [Τυρόλο] παλαιότερη γραφή τού τιρολέζικος … Dictionary of Greek